- κρηπίδιον
- κρηπῑδ-ιον, τό, Dim. of κρηπίς,A kerb, ib.43.213, Cinquantenaire de l'école des hautes études p.89 (Didyma, ii B. C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρηπιδίων — κρηπίδιον kerb neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
κρηπίδιο — το (Α κρηπίδιον) [κρηπίς] επιγρ. μικρή κρηπίδα, μικρή βάση, θεμέλιο … Dictionary of Greek
Καψάσκης, Σπύρος — (1909 – 1967). Συνθέτης. Διετέλεσε καθηγητής του Εθνικού Ωδείου και της Μαρασλείου Ακαδημίας. Το 1936 έγινε διευθυντής της χορωδίας και της ορχήστρας εγχόρδων του EIP. Έγραψε τα: Κρηπίδιον βυζαντινής μουσικής, Ωδική, Θεωρία των ήχων,… … Dictionary of Greek